μαλακότητα — μαλακότης softness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мѧкъкыи — (50) пр. 1. Мягкий, нежесткий: ризы же не славны и мѧкъкы люби. КН 1280, 606а; ѹ˫азвенаго ѿѡ зми˫а исцѣлити. или лютѣишими. и тръпкыми или слабѣишими и мѧкими былии. КР 1284, 163в; и полотна тонка и мѧкка не искати. Там же, 196в; пришедъ спатъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CAMELORUM Pili — in Caspiis olim fuêre mollissimi et ex iis confectae vestes ad delitias pertinebant. Aelian. Hist. l. 17. c. 34. Κάμηλοι δ᾿ ἀριθμοῦνται πλείους, αἱ μέγιςται κατὰ τοὺς ἵππους τοὺς μεγίςτους, δ᾿τβιχες ἄγαν. ἁπαλαὶ ράς εἰσι σφξ´δρα αἱ τούτων τρίχεξ … Hofmann J. Lexicon universale
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
αχαμνάδα — η [αχαμνός] 1. σωματική αδυναμία 2. αραιότητα, μαλακότητα … Dictionary of Greek
μαλακάδα — μαλακάδα, ἡ (Μ) [μαλακός] μαλακότητα, απαλότητα … Dictionary of Greek
μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… … Dictionary of Greek
μαλακοσύνη — η [μαλακός] 1. μαλακότητα, απαλότητα 2. υποχωρητικότητα, ενδοτικότητα … Dictionary of Greek
μαλακτοσύνη — μαλακτοσύνη, ἡ (Μ) [μαλακτός] μαλακότητα, ηπιότητα στον χαρακτήρα … Dictionary of Greek
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek