μαλακότητα

μαλακότητα
η (AM μαλακότης, -ητος) [μαλακός]
1. απαλότητα, τρυφερότητα («καὶ ὡσαύτως πάχος καὶ λεπτότητα ἢ μαλακότητα καὶ σκληρότητα ἡ ἁφή», Πλάτ.)
2. ηπιότητα, γλυκύτητα, προσήνεια, μειλιχιότητα
αρχ.
1. αδυναμία, ασθενικότητα
2. φρ. «μαλακότης τοῡ κλίματος» — το εύκρατο τού κλίματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαλακότητα — μαλακότης softness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мѧкъкыи — (50) пр. 1. Мягкий, нежесткий: ризы же не славны и мѧкъкы люби. КН 1280, 606а; ѹ˫азвенаго ѿѡ зми˫а исцѣлити. или лютѣишими. и тръпкыми или слабѣишими и мѧкими былии. КР 1284, 163в; и полотна тонка и мѧкка не искати. Там же, 196в; пришедъ спатъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CAMELORUM Pili — in Caspiis olim fuêre mollissimi et ex iis confectae vestes ad delitias pertinebant. Aelian. Hist. l. 17. c. 34. Κάμηλοι δ᾿ ἀριθμοῦνται πλείους, αἱ μέγιςται κατὰ τοὺς ἵππους τοὺς μεγίςτους, δ᾿τβιχες ἄγαν. ἁπαλαὶ ράς εἰσι σφξ´δρα αἱ τούτων τρίχεξ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • αχαμνάδα — η [αχαμνός] 1. σωματική αδυναμία 2. αραιότητα, μαλακότητα …   Dictionary of Greek

  • μαλακάδα — μαλακάδα, ἡ (Μ) [μαλακός] μαλακότητα, απαλότητα …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μαλακοσύνη — η [μαλακός] 1. μαλακότητα, απαλότητα 2. υποχωρητικότητα, ενδοτικότητα …   Dictionary of Greek

  • μαλακτοσύνη — μαλακτοσύνη, ἡ (Μ) [μαλακτός] μαλακότητα, ηπιότητα στον χαρακτήρα …   Dictionary of Greek

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”